- ζυγοστασία
- η (Μ ζυγοστασία) [ζυγοστάτης]ζύγισμα, ζυγοστάθμιση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζυγοστασίας — ζυγοστασίᾱς , ζυγοστασία weighing fem acc pl ζυγοστασίᾱς , ζυγοστασία weighing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζυγοστάσιον — ζυγοστάσιον, τὸ (Α) 1. ο τόπος όπου γίνεται η ζυγοστασία, η ζύγιση 2. η ζυγοστασία 3. το έργο τού ζυγοστάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγό(ν) + στάσιον (< στάτης < ίστημι), πρβλ. ενοικιο στάσιον χοιρο στάσιον] … Dictionary of Greek
ζυγοστάτημα — ζυγοστάτημα, τὸ (Μ) [ζυγοστατώ] 1. η ενέργεια τού ζυγοστατώ, η ζυγοστασία 2. η ζυγαριά … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek